αγρυπνητής

αγρυπνητής
ο (θηλ. -πνήτρα και -πνήτρια) [αγρυπνώ]
αυτός που ξαγρυπνά και ιδιαίτερα αυτός που παρακολουθεί εκκλησιαστική αγρυπνία (κν. ολονυκτία).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγρυπνητής — ο θηλ. ήτρα αυτός που παρακολουθεί μια εκκλησιαστική αγρυπνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγρυπνώ — [Α ἀγρυπνῶ ( έω)] 1. δεν μπορώ να κοιμηθώ τη νύχτα, μένω άγρυπνος, ξενυχτώ 2. προσέχω, επιτηρώ, φροντίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγρυπνος. ΠΑΡ. αρχ. ἀγρυπνητικός νεοελλ. αγρύπνημα, αγρυπνητής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”